Κορυβάντων

Κορυβάντων
Κορύβας
Corybant
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • CORYBANTIASMUS — Graece Κορυβαντιασμὸς, morbi genus, quam πηκτὸν ἀνάγκην vocat Orpheus, in Thymiamate Corybantum, Κλῦθι μάκαρ Φωνῶν, χαλεπὴν δ᾿ ἀποπέμπεο μῆνιν, Παύων Φαντασίας ψυχρᾶς εν πηκτοῦ ἀνάγκης. In eo morbo phantasmata et imagines oculis obversantur, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERICLITANTES — in Zeryntho, in antrum Hecatae dicatum, confugere olim soliti sunt, teste Aristophane in Pace. Ita autem de hoc antro, Nicandri Scholiastes, Ο` Ζηρύνθιον ἄντρον εν Σαμοθράκῃ φασὶν εἶναι Λυκόφρων δέ φησι, Ζήρυνθον ἄντρον τῆς κυνοσφαγοῦς θεᾶς ὅ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCYLLION — Graece Σκύλλιον, mons Cretae, cuius accolae Scyllii, memoratur Stephano, apud quem sic legit Salmas. Σκύλλιον (pro Σκυλλήτιον, quod vulgo exstat) ὄρος Κρήτης. οι παροικοῦντες Σκύλλιοι. Σκύλλιος γὰρ ὁ Ζεὺς αὐ τοῦ τιμᾶται, ἔνθα φασὶν τοὺς Κουρήτας… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ZERYNTHUS — urbs et antrum Hecates in Samothracia; Canis antrum Lycophroni. Inde Zerynthius adiectiv. Ovid. l. 1. Trist. El. 9. v. 19. Inde levi vento Zerynthia litora nactis Threiciam tetigit fessa carina Samon. Lycophr. ἄντρον τῆς κυνοσφαγοῦς θεᾶς ὃ ἔςτι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • θρόνωσις — θρόνωσις, ἡ (Α) [θρονούμαι] ο ενθρονισμός αυτών που είχαν μυηθεί στα μυστήρια τών Κορυβάντων …   Dictionary of Greek

  • κέρνος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Είναι γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους, όμως απέκτησε τυποποιημένη μορφή σε μεταγενέστερες εποχές. Στο πάνω μέρος του υπήρχαν μία ή δύο σειρές μικρών αγγείων που ονομάζονταν κοτυλίσκοι. Το αγγείο αυτό… …   Dictionary of Greek

  • κερνοφόρος — κερνοφόρος, ὁ, ἡ (Α) 1. ιερέας ή ιέρεια που μετέφερε το κέρνος* 2. (κατά τον Πολύδ.) «κερνοφόρος ὄρχημα, ὄρχησις» κατά τις τελετές τών Κορυβάντων («μανιώδεις δ εἰσὶν ὀρχήσεις, κερνοφόρος καὶ μόγγας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος «τελετουργικό… …   Dictionary of Greek

  • κορυβάντειος — κορυβάντειος, εία, ον, ουδ. και κορυβαντεῑον (Α) [Κορύβας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Κορυβαντεῑον ο ναός τών Κορυβάντων («τό τε Κορυβαντεῑον τὸ ἐν τῇ Ἁμαξιτίᾳ τῆς νῡν Ἀλεξανδρέων χώρας ἐγγὺς… …   Dictionary of Greek

  • κορυβαντιασμός — και κορυβαντισμός, ὁ (Α) [κορυβαντιώ] φρενήρης κατάσταση σαν τον ενθουσιασμό τών Κορυβάντων («αὐλός... οἷον ἔκφρονας καὶ κορυβαντιασμοῡ πλήρεις ἀποτελεῑ», Λογγίν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”